απείκασμα

απείκασμα
το (Α ἀπείκασμα)
νεοελλ.
1. εικασία
2. αντίληψη, νόηση
αρχ.
αναπαράσταση, ομοίωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπείκασμα — copy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεικασμάτων — ἀπείκασμα copy neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεικάσματα — ἀπείκασμα copy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεικάσματος — ἀπείκασμα copy neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδειγμα — το, ΝΑ [παραδείκνυμι] 1. πρότυπο, υπόδειγμα για μίμηση (α. «είναι παράδειγμα εργατικότητας» β. «παράδειγμα καταλείπεσθαι», Λυκούργ.) 2. πάθημα που χρησιμεύει ως μάθημα, κακό προηγούμενο προς αποφυγή («ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ ἐκεῑ Ἑλλήνων ὡς… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”